.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Στόχος του κειμένου αυτού είναι η υποβολή ενός μακροσκοπικού υποδείγματος αναφορικά με τη σχέση δημοκρατίας και κινηματικών συλλογικών δράσεων. Η άσκηση είναι συνοπτική, όμως στο φόντο της –τουλάχιστον έως πρότινος— δεσπόζουσας νοηματικής σύζευξης καπιταλισμού και δημοκρατίας αποκτά μια ιδιάζουσα σημασία.

Η παταγώδης κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» πριν από δυο σχεδόν δεκαετίες δημιούργησε όρους για τη μαζική επανάκαμψη της ανυπόστατης παραδοχής ότι η ασύδοτη αγορά είναι λογικά και ιστορικά συνυφασμένη με ενδυνάμωση του δήμου. Είναι όμως έτσι; Το κείμενο το αμφισβητεί επισημαίνοντας (α) ότι η κλασική φιλελεύθερη σκέψη (που ήρθε στο προσκήνιο ως ο κύριος πολιτικός και προγραμματικός λόγος του θριαμβεύοντος καπιταλισμού) εμφορούνταν από την άποψη ότι ατομική ιδιοκτησία και η πλήρης πολιτική δημοκρατία ήταν πράγματα ασύμβατα, και (β) ότι καμία από τις τρεις μεγάλες αστικές επαναστάσεις της νεωτερικότητας (η Αγγλική και η Ολλανδική το 17ο και η μεγάλη Γαλλική το 18ο αι.) δεν εγκαθίδρυσαν δημοκρατικά καθεστώτα. Αυτό στρέφει την προσοχή μας στον κομβικό ρόλο που διαδραμάτισαν για τον εκδημοκρατισμό οι κινηματικές συλλογικές δράσεις. Η δημοκρατία δεν προέκυψε από την επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά από τη στιγμή που, σε ένα περιβάλλον γενικά θετικών πολιτικών ευκαιριών, κινηματικά συλλογικά υποκείμενα επέτυχαν την κινητοποίηση οργανωτικών και συμβολικών πόρων επαρκών για μια αποτελεσματική δημοκρατική διεκδίκηση. Το συμπέρασμα αυτό έχει προφανείς προεκτάσεις και συνάφεια για το σήμερα.Αν για λόγους τόσο οικονομικούς όσο και —κυρίως— πολιτικούς το φαινόμενο που στις μέρες μας δεσπόζει είναι η δημοκρατική απίσχνανση (μια δημοκρατία «ρηχή», αποδυναμωμένη και ελλιπής), η δημοκρατική ενδυνάμωση προϋποθέτει μια νέα διεκδικητική εγρήγορση του δήμου.